καταμαρτυρία

καταμαρτυρία
και καταμαρτυριά, η (AM καταμαρτυρία) [καταμαρτυρώ]
μαρτυρία εναντίον κάποιου, μαρτυρική κατάθεση που γίνεται ενώπιον δικαστικής αρχής και η οποία στρέφεται εναντίον κάποιου
νεοελλ.
μομφή, κατακραυγή, καταλαλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταμαρτυρία — η η μαρτυρία εναντίον κάποιου, μαρτυρική κατάθεση σε βάρος κάποιου: Τον έφαγαν οι ψεύτικες καταμαρτυρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”